- κυανόπεπλος
- κῠᾰνό-πεπλος, ον,A dark-veiled, of Demeter mourning for her daughter, h.Cer.319, 360, 374; of Leto, Hes.Th.406. [[pron. full] ῡ, metri gr.].
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυανόπεπλος — κυανόπεπλος, ον (Α) (για τη Δήμητρα ή για τη Λητώ) αυτή που φορά μαύρο πέπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πέπλος (πρβλ. κροκό πεπλος, ροδό πεπλος)] … Dictionary of Greek
κυανόπεπλος — dark veiled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανόπεπλον — κυανόπεπλος dark veiled masc/fem acc sg κυανόπεπλος dark veiled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανοπέπλῳ — κυανόπεπλος dark veiled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανόπεπλε — κυανόπεπλος dark veiled masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek